-
1 προσικνέομαι
A come to, reach, δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ π. A. Ag. 792 (anap.): also c. gen., reach so far as, come at, ; πρὶν ἐκεῖνον προσικέσθαι σου is f.l. in Ar.Eq. 761.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσικνέομαι
См. также в других словарях:
προσικνούμαι — έομαι, Α 1. προσέρχομαι, φθάνω («δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ ἧπαρ προσικνεῑται», Αισχύλ.) 2. φθάνω μέχρι... («τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων προσίξεται», Αισχύλ.) 3. πλησιάζω ως ικέτης («προσίζομαι μεσόμφαλον θ ἵδρυμα Λοξίου πέδον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek